- μιμοζίδες
- και μιμοσίδες, οιβοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη φαβώδη και περιλαμβάνει 3.000 και πλέον είδη, τα οποία κατανέμονται σε 60 γένη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μιμοζίδες ή μιμοσίδες ή μιμοσοειδή — Υποοικογένεια των λεγκουμινωδών ή χεδρωπών (δικοτυλήδονα) στην οποία υπάγονται, κατά το μεγαλύτερο μέρος, τροπικά φυτά. Μερικοί επιστήμονες την αξιολογούν όχι ως υποοικογένεια αλλά μάλλον ως οικογένεια φυτών, πολύ κοντινή και συγγενή προς τα… … Dictionary of Greek
μη μου άπτου — Κοινή ονομασία του είδους Mimosa pudica. Βλ. λ. μιμοζίδες ή μιμοσίδες ή μιμοσοειδή. * * * το 1. το φυτό μιμόζα η αισχυντηλή 2. μτφ. ως επίθ. άνθρωπος λεπτεπίλεπτος, υπερευαίσθητος, μυγιάγγιχτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευαγγελική φρ. μὴ μοῦ ἅπτου «μη μέ… … Dictionary of Greek
προσωπίς — (I) ίδος, ἡ, ΜΑ βλ. προσωπίδα. (II) η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας μιμοζίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανότατα αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. prosopis (< πρόσωπο] … Dictionary of Greek